Γαμαλιήλ

Γαμαλιήλ
Γαμαλιήλ, ὁ indecl. (גַּמְלִיאֵל, Num 1:10; 2:20 al., in Joseph. Γαμαλίηλος, ου [Ant. 20, 213]) Gamaliel. The NT knows only Rabban G. the Elder, a Pharisee and renowned teacher of the law in Jerusalem Ac 5:34. Acc. to 22:3 Paul’s teacher.—Schürer II 372f; WBacher, Jewish Encycl. V 1903, 558ff; Billerb. II 636–39; HBöhlig, Der Rat des G. in Ac 5:38f: StKr 86, 1913, 112–20; HSteege, Beth-El 27, ’35, 298–304 (on Ac 5:34); MEnslin, Paul and G.: JR 7, 1927, 360–75; JSwain, G’s Speech and Caligula’s Statue: HTR 37, ’44, 341–49; BHHW I 513; Haenchen, index.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαμαλιήλ — Όνομα Εβραίων νομοδιδασκάλων. 1. Γ. Α’ (1ος αι. μ.Χ.). Περίφημος νομοδιδάσκαλος της Ιερουσαλήμ του οποίου μαθητής ήταν και ο Απόστολος Παύλος. Διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, αρετές που αποδείχτηκαν όταν ως μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Ταργκούμ — Αραμαϊκή λέξη που σημαίνει μετάφραση. Με τον όρο Τ. χαρακτηρίζουν οι νεότεροι θεολόγοι τις παραφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που έγιναν μετά τον εξαραμαϊσμό της εβραϊκής γλώσσας. Στην αρχή οι παραφράσεις αυτές γίνονταν τμηματικά και προφορικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”